-
1 спорт
1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)* * *мο αθλητισμός, το σπορавтомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία
велосипе́дный спорт — η ποδηλασία
во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ
гребно́й спорт — η κωπηλασία
лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι
па́русный спорт — η ιστιοπλοία
занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό
-
2 заниматься
заниматься Iнесов1. (чем-л.) ἀσχολούμαι:\заниматься спортом κάνω σπορ, ἀσχολούμαι μέ τόν ἀθλητισμό· \заниматься домашним хозяйством ἀσχολούμαι μέ τό νοικοκυριό·2. (учиться) σπουδάζω, μελετώ:\заниматься медициной σπουδάζω ἱατρική·3. (с кем-либо) παραδίδω μαθήματα.заниматься IIнесов1. (загораться) παίρνω φωτιά:огонь \заниматьсяется ἡ φωτιά ἄναψε·2. (забрезжить) χαράζω, σκάζω:заря \заниматьсяется χαράζει ἡ αὐγή. -
3 спорт
-а α.αθλητισμός, σπορ, άθλημα•лыжный спорт χιονοδρομία•
велосипедный спорт ποδηλατοδρομία•
гребной спорт κωπηλασία•
парусный спорт ιστιοδρομία•
заниматься -ом ασχολούμαι με τον αθλητισμό•
водный спорт ναυταθλισμάς.